φοινικιοῦ

φοινικιοῦ
φοινικιοῦς
palm
masc/neut gen sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοινικίου — φοινίκιον palm wine neut gen sg φοινίκιος palm masc/neut gen sg φοινικίας the Phoenician masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταινίδιον — τὸ, Α [ταινία] υποκορ. 1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος 2. δερμάτινο λουρί 3. μικρή κοσμηματοθήκη («δακτύλιος χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου) 4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • Καλογεράκος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από τη Μονεμβασιά. Σκοτώθηκε ενώ μαχόταν στα αμπέλια του Φοινικιού στις 29 Μαρτίου 1821. Αναφέρεται ως ένας από τους πρώτους νεκρούς της Επανάστασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”